σιδερόψαρος

σιδερόψαρος
-η, -ο, Ν
(για άλογα) αυτός που έχει γκριζωπό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- (βλ. σιδηρο-) + ψαρός «γκρίζος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”